- διδύμιο
- το (AM διδύμιον) [δίδυμος]πληθ. τα διδύμιατέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός)μσν.- νεοελλ.οι όρχειςνεοελλ.εν. το διδύμιο1. σπάνια γη, χώμα, που θεωρήθηκε αρχικά ως στοιχείο2. γένος μυξομυκήτων οι οποίοι σαπροφυτούν πάνω σε ξερά φύλλα.
Dictionary of Greek. 2013.