διδύμιο

διδύμιο
το (AM διδύμιον) [δίδυμος]
πληθ. τα διδύμια
τέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός)
μσν.- νεοελλ.
οι όρχεις
νεοελλ.
εν. το διδύμιο
1. σπάνια γη, χώμα, που θεωρήθηκε αρχικά ως στοιχείο
2. γένος μυξομυκήτων οι οποίοι σαπροφυτούν πάνω σε ξερά φύλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρασεοδύμιο ή πρασενοδύμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pr· ανήκει στην οικογένεια των λανθανιδών, έχει ατομικό αριθμό 59, ατομικό βάρος 140,92 και ένα σταθερό ισότοπο, το Pr141. Απομονώθηκε το 1885 από τον Άουερ φον Βέλσμπαχ (1858 – 1929), χωρίζοντας σε δύο κλάσματα, π. και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”